- κελλιώτης
- κελλιώτης οкелиот – монах, проживающий в келье
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… … Dictionary of Greek
CELLIOTA — Graece Κελλιώτης, apud Phrantzem, l. 2. c. 1. Hic quoque mos tenet, ut Celliotae Imperatoris, ad sepulchrumeius, usque ad prima sacra funeralia sive iusta perseverent, intimum in Aula Imperatoris Constantinopolit. Cubicularium denotat. Hi claves… … Hofmann J. Lexicon universale
κελλιωτικός — κελλιωτικός, ή, όν (Α) [κελλιώτης] ερημιτικός, σε αντιδιαστολή με το κοινοβιακός («κελλιωτικά μοναστήρια», Θεόδ. Βαλσ.) … Dictionary of Greek